Δευτέρα 25 Μαΐου 2009

Μόνη

Καθόταν μόνη της στο διπλανό μας τραπέζι. Έμοιαζε κορίτσι από την επαρχία. Μάλλον μεγαλοκοπέλα, για τα μικροαστικά μας μυαλά. Πάνω από 30 στα σίγουρα, αλλά από εκεί και πέρα άβυσσος, μπορεί και 31 μπορεί και 41. Μαύρα μακριά μαλλιά με παλιομοδίτικο χτένισμα, λες και είχε βγει από τη δεκαετία του ΄80. Ντυμένη στα κίτρινα σαν καναρινάκι, κίτρινη φούστα μέχρι το γόνατο, κίτρινο μπλουζάκι μακό κοντομάνικο, κάτι κίτρινα πλαστικά μπιχλιμπίδια στο λαιμό, και κίτρινα πέδιλα με χαμηλό τακουνάκι. Τα νυχάκια μόνο ήταν βαμμένα ροζουλί, και λίγο το μακιγιάζ της πρασίνιζε, έτσι για να δέσει η ανοιξιάτικη πανδαισία.

Μόνη στο τραπέζι μπροστά στην πίστα, με τα πόδια διπλωμένα σφιχτά να μην φανεί εκατοστό από αυτά που δεν πρέπει, και τα χεράκια της ήρεμα ακουμπισμένα πάνω στο τραπέζι. Είχε μπροστά της ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, που το παίδευε γουλιά γουλιά για 3 ώρες, και τελικά δεν το ήπιε. Είχε και το κινητό της πάνω στο τραπέζι, βουβό, όλο το βράδυ, αλλά με μία προφανή διάθεση αν λαλήσει, να μιλήσει να μην μείνει και αυτό το έρμο, στη βουβαμάρα, δεν είναι άλλωστε αυτός ο ρόλος του.

Όλο το βράδυ, δεν σάλεψε, δεν χαμογέλασε, δεν κουνήθηκε. Ακόμα και αυτές οι πολύ προσεκτικές κινήσεις να αλλάξει πόδι, γίνανε σε απόλυτη ηρεμία, λες και φοβόταν ότι μέσα στα κλαπατσίμπανα της παράστασης, αυτή και μόνο θα ξύπναγε το μωρό. Χειροκροτούσε με απόλυτη ηρεμία στο τέλος κάθε τραγουδιού, αλλά μάλλον το έκανε από υποχρέωση, και όχι γιατί γούσταρε το κέφι που είχε δημιουργηθεί.

Και πως να γουστάρει άραγε, αυτό το παιδί από την επαρχία. Μου έμοιαζε με την κόρη από το χωριό, που ο πολιτευτής της οικογένειας την διόρισε στην πρωτεύουσα σε κάποια υπηρεσία. Έτσι η τριανταφυλλένια, βρέθηκε, μόνη της στη ζούγκλα, χαμένη, χωρίς γνωστούς, χωρίς φίλους, χωρίς συμπατριώτες. Ακόμα και ο «επαρχιώτης στην Ομόνοια» του Σαββόπουλου, βρήκε κάποιον συγχωριανό του, αυτή τίποτα; αναρωτιόμουνα.

Αλλά και πάλι μπορεί να μην είναι η κόρη από το χωρίο. Μπορεί απλά να είναι μαλωμένη με την άνδρα της. Δεν θέλω να πω με τον γκόμενο, γιατί δεν μπορώ να διανοηθώ αυτή να έχει γκόμενο, «αυτές» έχουν συζύγους! Μπορεί λοιπόν να μαλώσανε, γιατί τα φασόλια ήταν άβραστα, ή γιατί αυτός παίρνει πάντα το μέρος της «μητέρας» του, ή ακόμα γιατί αυτός προτιμούσε να δει κάποιον αγώνα στη Νόβα, από το να τρέχει σε κουλτουριάρικες συναυλίες, αγνώστων καλλιτεχνών. Έτσι αποφάσισε να βγει από το κλουβί το καναρινάκι, και να πάει στη συναυλία ακόμα και αν για τον σύζυγο αυτά δεν είναι πράγματα για «νοικοκυραίους».

Ακόμα, ακόμα, μπορεί τίποτα από αυτά να μην συμβαίνει, και να είναι απλώς μία «στριμμένη γεροντοκόρη» που δεν αντέχει ούτε τα άντερά της, άρα δεν την αντέχουνε και οι άλλοι, και έτσι δεν έχει παρέες, δεν έχει φίλους, αλλά και τι με αυτό, δεν τους θέλει, μία χαρά είναι και μόνη της.

Και δεκάδες άλλα πράγματα μπορεί να συμβαίνουν, πολλά δράματα ή μη δράματα να έχουν παιχτεί γύρω από αυτή τη μοναχική παρουσία στην παράσταση του Σαββάτου. Σκέφτηκα πολλά όσο την παρατηρούσα, αγέρωχη και ψυχρή να ρουφάει τη μουσική χωρίς όμως να είμαι σίγουρη ότι την χαιρόταν κιόλας.

Ένα είναι σίγουρο, το καναρινάκι, έχει κότσια, έχει τσαγανό, να ντύνετε να στολίζετε και να πηγαίνει Σάββατο βράδυ σε μία συναυλία, μόνη της!. Θέλει μεγάλη δύναμη αυτό, συνειδητοποίησα, δεν είναι εύκολο. Δεν το έχω κάνει ποτέ, και δεν νομίζω ότι θα το κάνω. Εδώ δεν τρωω μόνη μου, θα πάω σε μπαρ, να δω λάιβ, μόνη μου. Βέβαια έχω φίλους, πολλούς φίλους, δεν έχω βρεθεί στην ανάγκη για κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω αργότερα τι θα γίνει, μπορεί να γίνω και εγώ στριμμένη γεροντοκόρη και μην με θέλουν οι φίλοι μου, και έτσι να αναγκαστώ να ντυθώ καναρινί και να πάω μόνη μου σε συναυλία, ...., δεν ξέρω, μπορεί.

Πάντως μπράβο της, πρώτη φορά είδα τόσο γενναίο καναρίνι. Τελικά η μοναξιά θέλει θάρρος, αν δεν το έχεις φρόντισε να μην μείνεις μόνος ή μόνη.

Τι να σας γράψω σήμερα δεν ξέρω! Κάτι χωριάτικο ίσως.

Ντοματοκεφτέδες

2-3 χοντροκομμένα κρεμμύδια1 κιλό ντοματάκια, χοντροκομμένα½ φλιτζάνι φρέσκο δυόσμο1 ποτήρι μπύρα5-6 κουταλιές αλεύρι

Σε μία λεκάνη ανακατεύουμε όλα τα υλικά, να γίνει ένας πηχτός χυλός. Σε βαθύ τηγάνι ζεσταίνουμε μπόλικο ελαιόλαδο (πρέπει οι κεφτέδες να κολυμπάνε στο λάδι!) και με βαθύ κουτάλι ρίχνουμε κουταλιά κουταλιά από το μείγμα. Τους ροδίζουμε καλά και από τις δύο πλευρές. Όταν τους βγάλουμε από το τηγάνι τους βάζουμε σε πιάτο που έχουμε στρώσει με απορροφητικό χαρτί, να στραγγίξουν την πολύ λαδούρα.

Δεν τρελαίνομαι για τους ντοματοκεφτέδες γιατί συνήθως έχουν απορροφήσει πολύ λάδι και αυτό δεν μου αρέσει. Αυτή όμως η συνταγή – που είναι από τις εκπομπές του κου Μαμαλάκη – είναι από τις πιο ελαφριές που υπάρχουν. Το κατά δύναμην δηλαδή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: