Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

Ψώνια

Από την Παρασκευή έχω Ρουμάνες! Φύγανε και έτσι βρήκα λίγο χρόνο να γράψω καμιά συνταγούλα.

Όσο συναναστρέφομαι αυτούς τους ανθρώπους, τόσο μου θυμίζουν τη γιαγιά μου και την γενιά της κατοχής. Μέχρι τα βαθιά της γεράματα η γιαγιά είχε έτσι μία «κατοχική πείνα», μπορούσε να «τουμπάρει» ένα φαγητό 10 φορές ώστε να μην αναγκαστούμε να το πετάξουμε. Ζώντας μέσα στην απόλυτη αφθονία, δεν ήθελε να πατάξει τίποτα σχετικό με φαγητό. Είχε έντονο κατοχικό σύνδρομο!

Έτσι και αυτές οι Ρουμάνες! Έχουν ένα έντομο σύνδρομο στέρησης, όχι με το φαγητό βέβαια, αλλά με όλα τα άχρηστα καταναλωτικά προϊόντα που για τόσα χρόνια στερήθηκαν αυτές, αλλά και οι γονείς τους. Αυτό συνδυάζετε και με ένα έντονο σύνδρομο κατωτερότητας, απέναντι σε όποιον θεωρείται «δυτικός».

Για να σας δώσω να καταλάβετε τι εννοώ ακούστε τι έγινε χτές βράδυ.

Αφού όλο το Σάββατο, το πέρασαν στα μαγαζιά του κέντρου, την Κυριακή ξεκίνησαν σαν τη τρελή χαρά να πάνε στο Μολ. Έμειναν έκπληκτες, όταν κατάλαβαν ότι το πολυκατάστημα των ονείρων τους ήταν κλειστό την Κυριακή, μιας και στη καπιταλιστική Ρουμανία τα μαγαζιά είναι –κατα τον νόμο- ανοιχτά 24 ώρες το 24ωρο, 7 μέρες τη βδομάδα. Όταν τους είπα ότι έτσι μικρά μαγαζιά δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις μεγάλες και εύρωστες αλυσίδες μου είπαν «ιτς νοτ μαι προμπλεμ» και έτσι έληξε η όποια συζήτηση περί μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ανάπτυξης της οικονομίας κλπ. Αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους νεοκαπιταλιστές της ανατολικής Ευρώπης.

Αφού δεν βρήκαν το μολ ανοιχτό πήγαν στην μόνη περιοχή που μπορεί τα μαγαζιά να είναι ανοιχτά μία Κυριακή πρωί. Στη Πλάκα! Έκαναν λεει καταπληκτικά ψώνια!!! Δεν θέλω να το σχολιάσω αυτό και πάω παρακάτω. Ούτε ακρόπολη ούτε μουσεία, ούτε τίποτα. Μόνο μαγαζιά και ψώνια. Καμία απολύτως περιέργεια να δούνε κάτι άλλο εκτός από το Ζάρα και το Μάνγκο που καθώς λένε στην Αθήνα είναι φθηνότερα από το Βουκουρέστι. Εδώ θέλω να σας πω ότι είχαν έρθει με 2 άδειες βαλίτσες έξτρα μαζί τους να τις γεμίσουν εδώ με ψώνια!

Τη Δευτέρα το πρωί, ήταν «ανχάπι»! γιατί δεν είχαν βρει κάποια πράγματα που θέλανε και αναρωτιόντουσαν που και πως θα τα βρούνε. Τους πρότεινα να τις πάω στο Φακτορι Αουτλετ, στο αεροδρόμιο, που και ανοιχτό είναι Δευτέρα απόγευμα, και πιο οικονομικό από τα μαγαζιά στο μολ. Μην ξεχνάμε ότι, τα δικά τους εισοδήματα είναι μικρότερα από τα δικά μας, ανατολική Ευρώπη γαρ, φτηνά εργατικά χέρια κλπ! Κούνια που μας κούναγε!

Αφού πρώτα μου είπαν ότι αυτές δεν ψωνίζουν από αουτλετ, δέχτηκαν να πάμε μίας και ήθελαν πράγματα για τα παιδιά τους και τους άνδρες τους και όχι για αυτές, άρα μπορούν να ψωνίσουν από εκεί. Πήγαμε με καθυστέρηση, λόγω κίνησης και έτσι είχαν μόνο 1 ώρα και 20 λεπτά να ψωνίσουν. Αρχικά τις ακολούθησα. Τα πρώτα μαγαζιά που είδαμε είχαν γυναικεία παπούτσια. Μου λεει η μία, «έχω πάθος με τα παπούτσια, ψάχνω στο ιντερνετ για τα νέα μοντέλα, και πρώτα τα αγοράζω εγώ και μετά τα βάζουν στα Ρουμάνικα περιοδικά!». Τι μου λες!

Πήγαμε παρακάτω, στα παιδικά, πήραν κάτι παπούτσια για τα παιδάκια τους, ροζ-μωβ, με εκατοντάδες μπιρμπίλια απάνω, και τελικά φτάσαμε στα ανδρικά. Εκεί έμαθα τα εξής φοβερά πράγματα. Η τιμπέρλαντ και η νότικα δεν είναι καλές μάρκες, είναι λόου κλας και ότι ο άνδρας τής μίας, δίμετρος 45-αρης 35876 κιλά, φοράει μόνο Ριπλέι. Τώρα εγώ με τις ελάχιστες γνώσεις μου περι μόδας πίστευα ότι τα Ριπλέι είναι για τα πάρα, μα πάρα πολύ μοδάτα πιτσιρίκια που φοράνε κάτι πράγματα που τα σχολιάζεις στο δρόμο, και όχι για το πιο πάνω 45-άρη, αλλά μπορεί και να κάνω λάθος. Εκεί που προσπαθούσαν να εξηγήσουν στην εμβρόντητη 17-αρα πωλήτρια, ότι αυτό ο ξεσκισμένο μπουφάν – σημειωτέων ότι τους είπα να μην το πάρουνε γιατί με τόσες τρύπες μάλλον ελαττωματικό ήταν – το θέλουνε στο 25ΧΛ (25 εξτρα λαρτζ), εκεί ακριβώς η υπομονή μου εξαντλήθηκε και έφυγα για την καφετέρια του μαγαζιού, όπου και θα περίμενα μέχρι να τελειώσουν.

Είχαμε κλείσει και τραπέζι στο Αλάτσι που είναι στην άλλη άκρη της πόλης, και η ώρα πέρναγε χωρίς να φανούν πουθενά. Τους έστειλα ΣΜΣ και εμφανίστηκαν μετά από λίγο ασθμαίνοντας, με μία τρέλα στο μάτι και δεκάδες σακούλες η κάθε μία. Αλλά δεν είχαν τελειώσει! Με παρακάλεσαν να περιμένω 5 λεπτά ακόμα, να πάνε να δοκιμάσουν κάτι παπούτσια που είχαν δει από δεκάδες μέτρα μακριά και τους γυάλισαν. Φύγαμε τελικά με μισή ώρα καθυστέρηση, και με 1400 Ευρω ψώνια!

Στο δρόμο ήμουνα μουγκή. Είχα χάσει τη λαλιά μου από την καταναλωτική μανία τους για μπούρδες. Μου έλεγαν ότι αυτό για αυτές είναι ψυχοθεραπεία και μιας και δουλεύουν πάρα πολύ σκληρά – πράγμα απολύτως αληθές - η μόνη χαρά που έχουν είναι να χαλάσουν 1 μισθό σε 2 ώρες! Δεν είπα τίποτα βέβαια, να μην τις προσβάλω τις κοπέλες, αλλά δεν μπορώ να μην κρίνω αρνητικά όλο αυτό το σύστριγγλο!

Κάπου εκεί μας προσπέρασε, μία μερσεντές πολυτελείας, από τις λίγες που βλέπεις στο δρόμο. Μου λεει η μία, δεν θα σταματήσω να δουλεύω αν δεν πάρω ένα τέτοιο αμάξι, και μέχρι να το πάρω θα είμαι αποτυχημένη! Και μιλάμε για μία κοπέλα που στο τιμόνι είναι δημόσιος κίνδυνος, με το ζόρι οδηγεί και δεν μπορεί να παρκάρει, πάντα ζητάει από κάποιον να της παρκάρει το αυτοκίνητο, αλλά η μερσεντές για αυτήν είναι όνειρο ζωής.

Βέβαια θα μου πείτε, ότι τέτοια φρούτα βρίσκεις παντού, και θα συμφωνήσω. Τις ξέρω όμως καλά τις κοπέλες αυτές, δουλεύουν περίπου 16 ώρες την ημέρα, κάθε μέρα και τα σαββατοκύριακα, όχι γιατί τις υποχρεώνει κανείς, αλλά γιατί αυτό θέλουν. Θέλουν χρήματα, πολλά χρήματα, να μπορούν να τα ξοδεύουν με τέτοιο τρόπο, να μπορούν να πάρουν μία μερσεντές τέτοια και να την τρακάρουν το πρώτο τέταρτο, να μπορούν να ξοδεύουν έτσι! Το περίεργο είναι, ότι τα σπίτια τους είναι τρώγλες, δεν θες να μπεις μέσα, και γενικά δεν ξοδεύουνε για ότι δεν φαίνεται. Να φαντασθείτε, ότι σήμερα ήρθαν στο γραφείο, εν μέσω απεργίας και με 2 γιγαντιαίες βαλίτσες η κάθε μία στα χέρια, με τη συγκοινωνία, γιατί το ταξί θα τους έπαιρνε 15 ευρώ! Έτσι μου είπαν!

Αυτά λοιπόν τα νέα μου και σήμερις. Έχω προβληματιστεί αρκετά, για αυτή τη γενιά των «πεινασμένων» ανατολικών, πραγματικά μου φέρνουν σε κατοχή. Δεν ξέρω τι άλλο να σκεφτώ.

Μικρά που ήμασταν μας άρεσε πολύ Μερέντα. Δεν ξέρω κανένα παιδί που να μην τρελαινότανε με την μερέντα, αντίθετα ξέρω πολλά μεγάλα μωρά που αν και 40-ήσανε τρωνε ψωμί με μερέντα και μίλκο για πρωινό.

Για αυτά τα μικρά και μεγάλα μωρά ιδού η συνταγή της μερέντας (δια χειρός Παρλιάρου βέβαια), ειδικά φτιαγμένη -συνταγή θανάτου- για διαβητικούς.

Κρέμα Σοκολάτας


200 γραμμάρια κουβερτούρα
400 γραμμάρια γάλα ζαχαρούχο ζεσταμένο λιγάκι
250 γραμμάρια βούτυρο λίγο λιωμένο
100 γραμμάρια ανάλατα φουντούκια αποφλοιωμένα

Σε μπεν μαρί λιώνετε τη κουβερτούρα. Αφού την βγάλετε από τη φωτιά προσθέτετε το γάλα και ομογενοποιείτε. Στο μούλτι πολτοποιήστε τα φουντούκια μέχρι να γίνουν σκόνη και τα προσθέτετε στο μίγμα σοκολάτας γάλακτος. Στο τέλος προσθέτετε το βούτυρο, το ανακατεύετε πολύ καλά, να ομογενοποιηθούν καλά τα υλικά. Περιμένετε να κρυώσει λίγο και γεμίζετε βάζα που τα έχετε αποστειρώσει καλά. Τη διατηρείτε στο ψυγείο, αλλά όταν θέλετε να τη χρησιμοποιήσετε την βγάζετε λίγο σε θερμοκρασία περιβάλλοντος να μαλακώσει. Αν πρόκειται να την καταναλώσετε γρήγορα, μπορείτε να την έχετε και εκτός ψυγείου, σε δροσερό μέρος για κανα μήνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: