Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008

Νάχος

Πέρυσι, πάω να αγοράσω αναμνηστικό αναπτήρα από το νησί που έκανα διακοπές, και παντού ΝΑΧΟΣ, ΝΑΧΟΣ, ..., όχι ΝΑΞΟΣ αλλά ΝΑΧΟΣ. Έτσι μας έμεινε, βαφτίσαμε το νησί Νάχο και αποφασίσαμε να πηγαίνουμε συχνά, ίσως και κάθε χρόνο.

Γιατί έχουμε εκεί καλούς φίλους με ωραίες και μεγάλες βεράντες, γιατί τα δωματιάκια της Μαιρούλας είναι πολύ ήσυχα, γιατί ο Αντώνης έχει πολύ όμορφο μπαράκι πάνω στο κύμα και μας σερβίρει ότι ποτάκι θέλουμε, γιατί η Αξιώτισα έχει το καλύτερο φαγητό στις Κυκλάδες, γιατί στα καφενεία στο Φιλώτι χαζεύεις ανέμελα το πήγαινε-έλα των ντόπιων και ενημερώνεσαι για πολλά πράγματα, γιατί στο Χαλκί θα χτυπήσεις ζεστό γαλατομπούρεκο πριν μπεις στον παραδοσιακό πεζόδρομο για περατζάδα, γιατί με τις οδικές βόλτες στο νησί θα δεις αγελάδες, κατσίκια, λευκά μάρμαρα παντού, κούρους ξαπλωμένους να λιάζονται, ναούς να μαυρίζουν στον ήλιο, και αμέτρητες παραλίες!!! Δεκάδες χιλιόμετρα παραλίων, με ψιλή άσπρη άμμο συνήθως, όσες δεν έχουν όλες οι άλλες Κυκλάδες μαζί, όλα μαζεμένα στην Νάχο!!

Είναι παρεξηγημένο Νησί η Νάξος. Είναι μεγάλη και δεν έχει αυτή την αίγλη και την γκλαμουριά άλλων νησιών όπως η Σίφνος, η Μύκονος, τα Κουφονήσια, κλπ. Πάνε βλέπεις πολλές οικογένειες, αρκετοί ξένοι, οι σερφάδες, κλπ, αλλά πραγματικά σε ένα τόσο μεγάλο και πλούσιο νησί μπορείς να έχεις ότι είδος διακοπές θες. Και αυτό που ήθελα εγώ φέτος, μετά τη περιπετειώδη Νίσυρο ήταν λίγες μέρες «σαπίλας». Ξέρετε αυτό το ξυπνάω ότι ώρα θέλω, τρωω χωρίς πρόγραμμα όποτε πεινάσω (με αποτέλεσμα να τρως συνέχεια!) κοιμάμαι και το μεσημέρι, κάνω μπάνιο πρωί απόγευμα, και κυρίως στις παραλίες που είναι μπροστά στα δωμάτια.

Και ναι μιλάω για παραλίες και όχι παραλία, γιατί εκεί που μένουμε στο Αλυκό, υπάρχουν 5 διαφορετικές και αμμουδερές παραλίες, μεγάλες, μοναχικές, με τυρκουάζ νερά, που συνήθως είσαι μόνος σου σε ακτίνα αρκετών δεκάδων μέτρων ή και ακόμα τελείως μόνος σου σε όλη την παραλία. Και σε όλες αυτές πάς με τα πόδια αν θες – εγώ βέβαια δεν θέλω, ακόμα και τα 100 μέτρα τα κάνω με τον κόκκινο σίφουνα. Και μετά πας για καφεδάκι στον Αντώνη, για τσιπουράκι στις δύο ταβερνούλες, και ύπνο στην απίστευτη δροσιά του δωματίου. Γιατί μπορεί να καιει ο θεός τον κόσμο, εκεί στα δωματιάκια της Μαίρης, το θες το σεντονάκι ακόμα και το μεσημέρι.

Αυτή η φετινή Νάχος, ήταν το καλοκαιρινό μου κλείσιμο. Με τη Ντεφη, γυρίσαμε κανα δυο φορές, είδαμε και κούρους, πήγαμε και στη Μουτσούνα, έτσι για να μην σκουριάσουμε, αλλά βασικά στον Αντώνη αράζαμε όλη την ημέρα, και τη νύχτα. Σαπίλα σας λεω. Θα πάω και του χρόνου, ακριβώς για αυτό το λόγο, για τη ηρεμία και την ησυχία, για τη θάλασσα και βέβαια την παρέα, για τη δροσιά και τον πολύ ύπνο για το καλό φαγητό και την άνεση του σου δίνει το νησί. Και αν έχει κάτι καλό ο Πύργος Βαζαίου άντε και για την κουλτούρα.

Έτσι για να το συνδέσω και με τα φαγάκια, θέλω να σας πω δυο λόγια για την Αξιώτισα. Είναι η πιο γνωστή ταβέρνα στη Νάξο. Μακριά από την πόλη και τον πολύ κόσμο, έρημη σε ένα δρόμο που οδηγεί κυρίως σε παραλίες. Τέτοιο χαμό όμως δεν βλέπεις ούτε στα Goody’s στο Σύνταγμα. Για να βρεις τραπέζι– όποια ώρα της ημέρας, μεσημέρι-απόγευμα-βράδυ-καραβράδυ – πρέπει να το έχεις κλείσει πολύ νωρίτερα, και αν και αυτό δεν αρέσει σε κανένα ιδιαίτερα στις καλοκαιρινές διακοπές, όλοι το κάνουν για έναν απλό και πολύ ουσιαστικό λόγο. Όλα σε αυτό το μαγαζί είναι τέλεια. Το περιβάλλον, η εξυπηρέτηση, το φαγητό τόσο σε ποιότητα όσο και σε ποσότητα και βέβαια οι τιμές. Πως να μην θες να πάς και να ξαναπάς όταν έχει ένα κατάλογο με όλων των ειδών τα καλούδια της ελληνικής κουζίνας, όταν τα προϊόντα είναι ντόπια και τα πιάτα συνθέτονται με τις τοπικές λιχουδιές, όταν σε πιάνει στομαχόπονος απλά βλέποντας το μέγεθος της μερίδας, όταν το κρασί τους συγκρίνετε με το εμφιαλωμένο, και στο τέλος πληρώνεις 15 ευρώ το άτομο. Που στην Αθήνα, 15 ευρώ δίνεις στο μπαρ του σινεμά για ένα νερό και ένα πατατάκι. Και βέβαια αυτό είναι το φυσιολογικό, αλλά εμείς που μας γδέρνουν καθημερινά στην Αθήνα για το παραμικρό, το έχουμε ξεχάσει. Νομίζουμε ότι η ακρίβεια της μεγαλούπολης είναι η φυσιολογική και απλά αυτοί που έχουν τέτοιες τιμές είναι κορόιδα. Δεν ξέρω τι να πω, πάντως φέτος τόσο στη Νίσυρο όσο και στη Νάξο το κόστος διαβίωσης ήταν χαμηλό. Το να πάς εκεί είναι ακριβά, αλλά όλα τα υπόλοιπα ήταν μάλλον φυσιολογικές τιμές.

Ήμασταν, παρέα λοιπόν στην Αξιώτισα και τρώγαμε ένα από τα καλύτερά τους πιάτα το Χιουνκιάρ Μπεγεντί. Τώρα θα μου πείτε είναι ελληνικό φαγητό αυτό, όσο και ο γύρος θα σας πω! Είναι σαφώς ανατολίτικο αλλά μάλλον διαδεδομένο στην Ελλάδα από τους πρόσφυγες. Το πιάτο αυτό αρέσει πολύ στη Μαιρούλα και τον Φανούρη και έτσι τους υποσχέθηκα την συνταγή γιατί δεν με πίστευαν που τους έλεγα ότι είναι απλό να φτιάξεις τον πουρέ μελιτζάνας.

Χιουνκιάρ Μπεγεντί (Πουρές μελιτζάνας με τας-κεμπάπ)

1 κιλό μοσχάρι κομμένο σε μικρά κομμάτια (καλύτερα να είναι ποντίκι)
2 μεγάλα κρεμμύδια χοντροκομμένα
λάδι
2 φλιτζάνια φρέσκια ντομάτα ξεφλουδισμένη και ψιλοκομμένη, ή 1 κουτί κονκασέ
2 κουταλιές της σούπας πελτέ ντομάτας
2 σκελίδες σκόρδο ψιλοκομμένο
αλάτι και πιπέρι

για τον πουρέ μελιτζάνας
2 κιλά μελιτζάνες φλάσκες
½ κιλό γάλα
4-5 γεμάτες κουταλιές της σούπας αλεύρι
180 γραμμάρια βούτυρο φρέσκο μυρωδάτο

Σε κατσαρόλα σοτάρουμε τα κρεμμύδια και το σκόρδο με λίγο λάδι, μέχρι να μαραθούν και να γίνουν διάφανα, σε χαμηλή φωτιά για 7-10 λεπτά περίπου. Μετά ρίχνουμε το κρέας που το έχουμε στεγνώσει με χαρτί από τα πολλά νερά του πλυσίματος ώστε μόλις μπει στο καυτό λάδι να τσιγαριστεί και να κάνει ωραία κρούστα που θα κρατήσει μέσα όλα τα υγρά του. Αφού τσιγαριστούν αρκετά – μην τα κάψετε!! – προσθέτετε την ντομάτα, τον πελτέ διαλυμένο σε 1 ποτήρι νερό και το αλάτι με το πιπέρι. Αφήνουμε το κρέας να σιγοβράσει για 1 ½ με 2 ώρες, προσέχοντας λίγο τα υγρά του και αν χρειαστεί προσθέτοντας νεράκι χλιαρό. Όταν είναι έτοιμο το φαγητό δεν πρέπει να έχει πολλά υγρά και η σάλτσα του να είναι πηχτή.

Για τον πουρέ μελιτζάνας, ψήνουμε τις μελιτζάνες στο φούρνο μέχρι να μαλακώσουν και η φλούδα τους να μισοξεραθεί. Μόλις ψηθούν τις ξεφλουδίζουμε και μαζεύουμε σε μπολ την ψίχα. Πετάμε τα πολλά πολλά σπόρια, και τις στύβουμε ελαφρώς με το χέρι μας να βγάλουν τα πολλά υγρά. Τις περνάμε από μηχανή του πουρέ ή τις χτυπάμε στο μούλτι να λιώσουν και να γίνουν πουρές. Σε μία κατσαρόλα λιώνουμε το βούτυρο και προσθέτουμε το αλεύρι, και τον πουρέ μελιτζάνας. Ανακατεύουμε καλά και προσθέτουμε λίγο λίγο το γάλα ανακατεύοντας καλά. Στο τέλος βάζουμε αλάτι και πιπέρι. Αν θέλουμε μπορούμε να τον αρωματίσουμε ελαφρώς με μοσχοκάρυδο, (το ίδιο και το τας-κεμπάπ άλλωστε) αν σας αρέσει αυτό το άρωμα. Αφήνουμε τον πουρέ να πάρει 1-2 βράσεις και να δέσει καλά όπως η μπεσαμέλ. Σερβίρετε τον πουρέ μελιτζάνας και από πάνω το κρέας με την σάλτσα του.

Πείνασα γαμώτο!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια: